- σχέσει
- σχέσιςstatefem nom/voc/acc dual (attic epic)σχέσεϊ , σχέσιςstatefem dat sg (epic)σχέσιςstatefem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek
εμώ — ( έω) (AM ἐμῶ) 1. βγάζω με εμετό από το στομάχι κάτι (υπολείμματα τροφών, υγρά κ.λπ.), ξερνώ, κάνω εμετό 2. μτφ. βγάζω από το στόμα μου βρισιές ή απειλές, διασύρω, υβρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δισύλλαβος θεματικός τ. εμέ ω, που πιθ. για μετρικούς λόγους… … Dictionary of Greek
οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… … Dictionary of Greek
Αγγλοελληνικές συμβάσεις — Συμφωνίες που έχουν συναφθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία σε θέματα σχετικά με το εμπόριο, τη ναυτιλία, τις αεροπορικές συγκοινωνίες, τη φορολογία των επιχειρήσεων κλπ. Οι κυριότερες από τις συμβάσεις αυτές, κατά τομέα και… … Dictionary of Greek
БОНИС — [греч. Μπόνης] Констандинос Георгиос (5.06.1905, Астакос 1990), греч. патролог и богослов; д р философии Мюнхенского ун та, д р богословия Афинского ун та. Окончив в 1927 г. богословский фак т Афинского ун та, продолжил обучение в ун тах Брюсселя … Православная энциклопедия
ВАРНАВА И ИЛАРИОН — (V в.), преподобные (пам. кипр. 21 окт.), происходили из Каппадокии от благородных родителей, исправно служили в царском войске при визант. имп. Феодосии II Младшем и были удостоены мн. наград. Однако В. и И. решили отказаться от мирских почестей … Православная энциклопедия
ВИХИАН — Прп. Вихиан. Роспись ц. св.Созомена Галата, Кипр. 1513 г. Прп. Вихиан. Роспись ц. св.Созомена Галата, Кипр. 1513 г.[греч. Βηχιανός] (ранее XIV в.), местночтимый кипрский святой, прп. (пам. кипр. 11 дек.). В юности принял монашество и вел… … Православная энциклопедия